Μετάβαση στο περιεχόμενο

outline

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈaʊtlaɪn/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
outline outlines

outline (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. το περίγραμμα, το σχεδιάγραμμα, το διάγραμμα, μια περιγραφή των κύριων γεγονότων ή σημείων κάτι
      the outline of my policy - το περίγραμμα της πολιτικής μου
      He is giving us a brief but clear outline of his views.
    Μας δίνει ένα σύντομο αλλά σαφές περίγραμμα των απόψεών του.
      the outline of the essay - το σχεδιάγραμμα της έκθεσης
      the outline of a lecture/a play - το διάγραμμα μιας διάλεξης/ενός θεατρικού έργου
      He gave me a general outline of his plans.
    Μου έδωσε ένα γενικό διάγραμμα των σχεδίων του.
  2. το περίγραμμα, η εξωτερική γραμμή ενός σχήματος
      the bold outline of a tree - το έντονο περίγραμμα ενός δέντρου
ενεστώτας outline
γ΄ ενικό ενεστώτα outlines
αόριστος outlined
παθητική μετοχή outlined
ενεργητική μετοχή outlining

outline (en)

  1. συνοψίζω, σκιαγραφώ, δίνω περίγραμμα, δίνω μια περιγραφή των κύριων γεγονότων ή σημείων για κάτι
      I’m outlining the main points of the presentation.
    Συνοψίζω τα κύρια σημεία της παρουσίασης.
      She is outlining the policy she will followed on the issue.
    Σκιαγραφεί την πολιτική που θα ακολουθήσει στο θέμα.
      He is briefly but clearly outlining his views for us.
    Μας δίνει ένα σύντομο αλλά σαφές περίγραμμα των απόψεών του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη summarize
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) διαγράφομαι καθαρά, δείχνω την εξωτερική γραμμή του κάτι
      They saw the huge building outlined against the sky.
    Είδαν το τεράστιο κτίριο να διαγράφεται στον ορίζοντα.
  3. σχεδιάζω περίγραμμα