outline
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | outline |
γ΄ ενικό ενεστώτα | outlines |
αόριστος | outlined |
παθητική μετοχή | outlined |
ενεργητική μετοχή | outlining |
outline (en)
- σχεδιάζω περίγραμμα
- σκιαγραφώ
- συνοψίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
outline (en)
- το περίγραμμα
- το σχεδιάγραμμα
- ↪ the outline of the essay
- το σχεδιάγραμμα της έκθεσης
- ↪ the outline of the essay
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
outline στην αγγλική Βικιπαίδεια