concise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
concise (en)
- σύντομος και περιεκτικός, συνοπτικός, λακωνικός
- (πληροφορική) συνοπτικός, για λειτουργία που δεν παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες
- ↪ verbose / concise mode- λεπτομερής / συνοπτική κατάσταση λειτουργίας)