brief
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | brief |
συγκριτικός | briefer |
υπερθετικός | briefest |
brief (en)
- σύντομος, μικρός, που διαρκεί μόνο λίγο
- ↪ in his brief life - στη σύντομη ζωή του
- ↪ a brief visit/conversation - μια μικρή επίσκεψη/συζήτηση
- σύντομος, ολιγόλογος, με λίγα λόγια
- ↪ brief and to the point - σύντομος και στο θέμα
- ↪ I’ll be brief.
- Θα είμαι σύντομος.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | brief |
γ΄ ενικό ενεστώτα | briefs |
αόριστος | briefed |
παθητική μετοχή | briefed |
ενεργητική μετοχή | briefing |
brief (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- brief (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- brief (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- brief (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 554, 853. ISBN 9780194325684., λήμμα: μικρός, σύντομος
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brief (nl) αρσενικό
- η επιστολή