brief

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Brief

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός brief
συγκριτικός briefer
υπερθετικός briefest

brief (en)

  1. σύντομος, μικρός, που διαρκεί μόνο λίγο
    in his brief life - στη σύντομη ζωή του
    a brief visit/conversation - μια μικρή επίσκεψη/συζήτηση
  2. σύντομος, ολιγόλογος, με λίγα λόγια
    brief and to the point - σύντομος και στο θέμα
    I’ll be brief.
    Θα είμαι σύντομος.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας brief
γ΄ ενικό ενεστώτα briefs
αόριστος briefed
παθητική μετοχή briefed
ενεργητική μετοχή briefing

brief (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brief (nl) αρσενικό