quick

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός quick
συγκριτικός quicker
υπερθετικός quickest

quick (en)

  • γρήγορος, ταχύς
    quick note/tip - γρήγορη σημείωση/συμβουλή
    He works at a quick pace.
    Δουλεύει με ταχύ ρυθμό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fast

Σύνθετα[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός quick
συγκριτικός quicker
υπερθετικός quickest

quick (en)

  • γρήγορα
    He wants to get rich quick.
    Θέλει να πλουτίσει γρήγορα.
    Don’t speak so quick.
    Μην μιλάς τόσο γρήγορα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quickly

Πηγές[επεξεργασία]