little
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
little (en)
- μικρός, νεότερος
- A little child.
- My little brother.
- λίγος (με μη αριθμητά ουσιαστικά)
- There is little water left.
Επίρρημα[επεξεργασία]
little (en)
- He speaks little.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
little by little