little

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

little (en)

  1. μικρός, νεότερος
    A little child.
    My little brother.
  2. λίγος (με μη αριθμητά ουσιαστικά)
    There is little water left.

Επίρρημα[επεξεργασία]

little (en)

He speaks little.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

little by little