less
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Αντωνυμία
[επεξεργασία]less (en)
- λιγότερος, παρακάτω, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει μικρότερο ποσό
- ↪ The less you eat the better.
- Όσο λιγότερο τρως τόσο το καλύτερο.
- ↪ I want less of this and more of that.
- Θέλω λιγότερο από αυτό και περισσότερο από εκείνο.
- ↪ I hope to see less of her in the future.
- Ελπίζω να την βλέπω λιγότερο στο μέλλον.
- ↪ You shouldn’t sell it for less than 100 euros.
- Να μην το πουλήσεις λιγότερο/παρακάτω από 100 ευρώ.
- ↪ The less you eat the better.
Επίρρημα
[επεξεργασία]less (en)
- λιγότερο, συγκριτικός βαθμός του little
- ↪ Talk less and work more.
- Να κουβεντιάζεις λιγότερο και να δουλεύεις περισσότερο.
- ↪ Try to be less impatient!
- Προσπάθησε να είσαι λιγότερο ανυπόμονος!
- ↪ Despite all of that, I don’t love him any less.
- Παρ' όλα αυτά, δεν τον αγαπώ λιγότερο.
- ↪ I don’t think any the less of him because he failed.
- Δεν έχω λιγότερη εκτίμηση γι' αυτόν επειδή απέτυχε.
- ↪ Talk less and work more.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πρόθεση
[επεξεργασία]less (en)
- μείον, παρά, χρησιμοποιείται πριν από μια συγκεκριμένη ποσότητα που πρέπει να αφαιρεθεί από την ποσότητα που μόλις αναφέρθηκε
less (en)
- λιγότερος, μικρότερος
- ↪ less butter - λιγότερο βούτυρο
- ↪ I have less money than you.
- Έχω λιγότερα χρήματα από σένα.
- ↪ I don’t have less respect for him because he failed.
- Δεν έχω λιγότερη εκτίμηση γι' αυτόν επειδή απέτυχε.
- ↪ of less value/importance - μικρότερης αξίας/σημασίας
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται μόνο με μη μετρήσιμα ουσιαστικά
- fewer χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά
- Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν συχνά less με μετρήσιμα ουσιαστικά, αλλά αυτό δεν θεωρείται επίσημα σωστό στα Αγγλικά.
Πηγές
[επεξεργασία]- less (determiner, pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- less (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- less (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 651. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρά
Λομβαρδικά (lmo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]less