προσδιοριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσδιοριστής (νεολογισμός) < (προσδιορίζω), προσδιορισ- + -τής
- για την ιατρική < → λείπει η ετυμολογία
- για τη γραμματική < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική determiner, όπως στη γενετική μετασχηματιστική γραμματική (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσδιοριστής αρσενικό
- (ιατρική) το χαρακτηριστικό (συγγενές, περιβαλλοντικό, συμπεριφοράς) των ατόμων από το οποίο εξαρτάται, συναρτάται ή σχετίζεται η συχνότητα εμφάνισης μιας έκβασης (εμφάνισης μιας πάθησης ή του θανάτου)
- (γλωσσολογία, γραμματική, ιδίως για γλώσσες που διαθέτουν οριστικό και αόριστο άρθρο) λέξη (ως είδος μέρους λόγου), πρόθημα, ή φράση που τροποποιεί ένα ουσιαστικό για να προσδιορίσει το είδος της αναφοράς του
- → χρειάζεται παράθεμα
- → δείτε determiner στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις προσδιορίζω, ορίζω και όρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσδιοριστής (για την ιατρική)
προσδιοριστής (για τη γραμματική)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)