προσδιορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προορίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προσδιορίζω < αρχαία ελληνική προσδιορίζω < πρός + διορίζω < διά + ὁρίζω < ὅρος

Ρήμα[επεξεργασία]

προσδιορίζω (παθητική φωνή : προσδιορίζομαι)

  1. καθορίζω, ορίζω κάτι με ακρίβεια, χωρίς να αφήνω περιθώρια ασαφειών
  2. (γραμματική) συμπληρώνω, καθορίζω ή διευκρινίζω κάποιον όρο μιας πρότασης ή ολόκληρη την πρόταση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]