επαναπροσδιορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαναπροσδιορίζω < επανα- + προσδιορίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

επαναπροσδιορίζω

  • προσδιορίζω εκ νέου, δίνω άλλο περιεχόμενο σε κάτι
    πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την πολιτική μας και τους στόχους μας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]