define
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | define |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defines |
αόριστος | defined |
παθητική μετοχή | defined |
ενεργητική μετοχή | defining |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- define < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
define (en)
- ορίζω μία λέξη, έννοια, ιδέα, φαινόμενο, κατάσταση κ.λπ.
- αποσαφηνίζω, καθορίζω, προσδιορίζω
- (μαθηματικά) καθορίζω μια αναφορά ενός όρου ή συμβολισμού
- (παρωχημένο) αποφασίζω