few
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
few (en)
- λίγοι, λίγες, λίγα, όχι πολλοί
- I have only few books; I'd like to have more but I can't afford it
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Συντάσσεται με αριθμητά ονόματα σε πληθυντικό αριθμό. Με μη αριθμητά ουσιαστικά χρησιμοποιείται το little. Δείτε επίσης τη διαφορά σημασίας με το a few.