short

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός short
συγκριτικός shorter
υπερθετικός shortest

short (en)

  1. κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος
     συνώνυμα: small
     αντώνυμα: tall
  2. σύντομος, μικρός
    The police didn’t like his short answer.
    Η σύντομη απάντησή του δεν άρεσε στους αστυνομικούς.
    It’s a short period.
    Είναι μια μικρή περίοδος.
    He is reading the two short chapters of his book.
    Διαβάζει τα δύο μικρά κεφάλαια του βιβλίου του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brief
  3. ελλειμματικός
    Τhe cashier came up short ten dollars on his morning shift.
    λείπει η μετάφραση
  4. (γραμματική) short for: συντομευμένη μορφή μιας λέξης
    “Phone” is short for “telephone” and “PTO” is short for “please turn over.”
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

short (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. λείπω, όχι όσο χρειάζομαι ή περιμένω
    It is an inch short of regulation length.
    Λείπει μια ίντσα από το κανονικό μάκρος.
    The change is 20 cents short.
    Λείπουν 20 λεπτά ευρώ από τα ρέστα.
    I’m still 50 euros short.
    Μου λείπουν ακόμα 50 ευρώ.
    I am short on money.
    Μου λείπονται χρήματα.
    We are running short on cash.
    Αρχίζει να μας λείπει το ρευστό.
  2. απότομα, γρήγορα
    They had to stop short to avoid hitting the dog in the street.
    λείπει η μετάφραση
  3. σύντομα
    The boss got a message and cut the meeting short.
  4. χωρίς να έχει κάποιος γνώση μιας εξέλιξης
    The recent developments at work caught them short.
  5. χωρίς να επιτευχθεί κάποιος στόχος
    His speech fell short of what was expected.
    λείπει η μετάφραση

Πηγές[επεξεργασία]