short

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός short
συγκριτικός shorter
υπερθετικός shortest

Επίθετο[επεξεργασία]

short (en)

  1. κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος
     συνώνυμα: small
     αντώνυμα: tall
  2. σύντομος
     συνώνυμα: brief
  3. ελλειμματικός
    Τhe cashier came up short ten dollars on his morning shift.
    λείπει η μετάφραση
  4. (γραμματική) short for: συντομευμένη μορφή μιας λέξης
    “Phone” is short for “telephone” and “PTO” is short for “please turn over.”
    λείπει η μετάφραση

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

short (en)

  1. απότομα, γρήγορα
    They had to stop short to avoid hitting the dog in the street.
    λείπει η μετάφραση
  2. σύντομα
    The boss got a message and cut the meeting short.
  3. χωρίς να έχει κάποιος γνώση μιας εξέλιξης
    The recent developments at work caught them short.
  4. χωρίς να επιτευχθεί κάποιος στόχος
    His speech fell short of what was expected.
    λείπει η μετάφραση