in short
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in short (en)
- (ιδιωματισμός) με συντομία
- ↪ Tell me, in short, what happened.
- Πες μου, με συντομία, τι συνέβη.
- ↪ Tell me, in short, what happened.