κοντός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοντός | η | κοντή | το | κοντό |
γενική | του | κοντού | της | κοντής | του | κοντού |
αιτιατική | τον | κοντό | την | κοντή | το | κοντό |
κλητική | κοντέ | κοντή | κοντό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοντοί | οι | κοντές | τα | κοντά |
γενική | των | κοντών | των | κοντών | των | κοντών |
αιτιατική | τους | κοντούς | τις | κοντές | τα | κοντά |
κλητική | κοντοί | κοντές | κοντά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντός < ελληνιστική κοινή κοντός (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική κοντός (κοντάρι)
Επίθετο[επεξεργασία]
κοντός, -ή, -ό
- (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
- (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
- (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κοντός ψαλμός αλληλούια: σύντομα θα αποδειχθεί ή θα γίνει αυτό που συζητάμε
- λέω το κοντό (μου) και το μακρύ μου: λέω ό,τι μου κατέβει
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
για άνθρωπο ή ζώο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άνθρωπος με μικρό ανάστημα
αντικείμενο με μικρό ύψος
αντικείμενο με μικρό μήκος
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κοντός | οι | κοντοί |
γενική | του | κοντού | των | κοντών |
αιτιατική | τον | κοντό | τους | κοντούς |
κλητική | κοντέ | κοντοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοντός < αρχαία ελληνική κοντός (κοντάρι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντός αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) το κοντάρι
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοντός | οἱ | κοντοί |
γενική | τοῦ | κοντοῦ | τῶν | κοντῶν |
δοτική | τῷ | κοντῷ | τοῖς | κοντοῖς |
αιτιατική | τὸν | κοντόν | τοὺς | κοντούς |
κλητική ὦ! | κοντέ | κοντοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοντώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοντοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- κοντός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντός αρσενικό
- το κοντάρι
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοντός | ἡ | κοντή | τὸ | κοντόν |
γενική | τοῦ | κοντοῦ | τῆς | κοντῆς | τοῦ | κοντοῦ |
δοτική | τῷ | κοντῷ | τῇ | κοντῇ | τῷ | κοντῷ |
αιτιατική | τὸν | κοντόν | τὴν | κοντήν | τὸ | κοντόν |
κλητική ὦ! | κοντέ | κοντή | κοντόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | κοντοί | αἱ | κονταί | τὰ | κοντᾰ́ |
γενική | τῶν | κοντῶν | τῶν | κοντῶν | τῶν | κοντῶν |
δοτική | τοῖς | κοντοῖς | ταῖς | κονταῖς | τοῖς | κοντοῖς |
αιτιατική | τοὺς | κοντούς | τὰς | κοντᾱ́ς | τὰ | κοντᾰ́ |
κλητική ὦ! | κοντοί | κονταί | κοντᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοντώ | τὼ | κοντᾱ́ | τὼ | κοντώ |
γεν-δοτ | τοῖν | κοντοῖν | τοῖν | κονταῖν | τοῖν | κοντοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- κοντός < αρχαία ελληνική κοντός (κοντάρι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-
Επίθετο[επεξεργασία]
κοντός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)