klein

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /klaɪ̯n/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: klein

Επίθετο[επεξεργασία]

klein (de)

  1. μικρός
  2. κοντός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

klein (nl)

Αντώνυμα[επεξεργασία]