court
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
court (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
court (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | court | courts |
θηλυκό | courte | courtes |
court (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
court (fr) αρσενικό (πληθυντικός: courts αρσενικό)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- être à court de μου λείπει κάτι
- l'imprimante est à court de papier - ο εκτυπωτής δεν έχει άλλο χαρτί
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
court (fr)
- κλιτή μορφή του ρήματος courir