δικαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικαστήριο < αρχαία ελληνική δικαστήριον < δικάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικαστήριο ουδέτερο
- (νομική) το σώμα που αποτελείται από δικαστές και εκδικάζει μια υπόθεση
- ο τόπος όπου διεξάγεται μια δίκη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
- πολιτικό δικαστήριο
- ποινικό δικαστήριο
- διοικητικό δικαστήριο
- ειδικό δικαστήριο
- στρατιωτικό δικαστήριο
- δικαστήριο ανηλίκων