cour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cour cours

cour (fr) θηλυκό

  1. η αυλή
    la cour de l'école - η αυλή του σχολείου
  2. το δικαστήριο
    la cour pénale internationale - το διεθνές ποινικό δικαστήριο

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]