cour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cour | cours |
cour (fr) θηλυκό
- η αυλή
- la cour de l'école - η αυλή του σχολείου
- το δικαστήριο
- la cour pénale internationale - το διεθνές ποινικό δικαστήριο