niski

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

niski (pl)

  1. χαμηλός
    niskie temperatury - χαμηλές θερμοκρασίες
    niski dźwięk - χαμηλός τόνος (ήχος)
  2. (για πρόσωπα) κοντός
    Napoleon był niskim człowiekiem - ο Ναπολέων ήταν κοντός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]