kort
Εμφάνιση
Ισλανδικά (is)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kort (is)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]kort (sv)
- κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kort (sv)