kort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισλανδικά (is) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kort (is)
Σουηδικά (sv) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kort (sv)
- κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος