curto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ουγγρικά (hu) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
curto (hu)
- κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | curto | curtos |
θηλυκό | curta | curtas |
curto (pt)