low

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

low < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός low
συγκριτικός lower
υπερθετικός lowest

low (en)

  1. χαμηλός· που βρίσκεται κοντά στο έδαφος ή έχει μικρό ύψος
    On the low table there is an elegant vase.
    Πάνω στο χαμηλό τραπέζι υπάρχει ένα κομψό βάζο.
  2. που έχει μικρότερο ύψος, βάθος κ.λπ. από το συνηθισμένο
    a lower quality suit - κοστούμι κατώτερης ποιότητας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

low (en)

  1. χαμηλό σημείο
  2. (αργκό, ΗΠΑ, ανεπίσημο ουσιαστικοποιημένο) φυλακή χαμηλού επιπέδου ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με σχετικά χαλαρές συνθήκες κράτησης, για κατάδικους που δεν έχουν μεγάλες ποινές και ιστορικό βίαιων πράξεων (από την ονομασία: Low-security Federal Correctional Institution)
    → δείτε και τις λέξεις camp, medium, max και supermax