low
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- low < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | low |
συγκριτικός | lower |
υπερθετικός | lowest |
low (en)
- χαμηλός· που βρίσκεται κοντά στο έδαφος ή έχει μικρό ύψος
- που έχει μικρότερο ύψος, βάθος κ.λπ. από το συνηθισμένο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
low (en)
- χαμηλό σημείο
- (αργκό, ΗΠΑ, ανεπίσημο ουσιαστικοποιημένο) φυλακή χαμηλού επιπέδου ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, με σχετικά χαλαρές συνθήκες κράτησης, για κατάδικους που δεν έχουν μεγάλες ποινές και ιστορικό βίαιων πράξεων (από την ονομασία: Low-security Federal Correctional Institution)