lower
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lower < low + -er συγκριτικό
Επίθετο[επεξεργασία]
lower (en)
- συγκριτικός βαθμός του low
- χάμω, κατώτερος, το κάτω