bottom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bottom bottoms

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bottom (en)

  1. ο πάτος, ο πυθμένας, το κάτω μέρος ενός αντικειμένου
    ⮡  the bottom of a well/glass/box - ο πάτος ενός πηγαδιού/ποτηριού/κουτιού
    ⮡  the bottom of a well - ο πυθμένας ενός πηγαδιού
    ⮡  at the bottom of the page - στο κάτω μέρος της σελίδας
  2. (μόνο στον ενικό) ο βυθός, o πάτος, o πυθμένας, το έδαφος κάτω από το νερό σε μια λίμνη, τη θάλασσα, μια πισίνα κτλ.
    ⮡  I am touching the bottom.
    Πατάω τον βυθό.
    ⮡  the bottom of the sea - ο πάτος/πυθμένας της θάλασσας
  3. (μόνο στον ενικό) ο πάτος, η κατώτερη θέση σε μια τάξη, σε λίστα κτλ.
    ⮡  I am at the bottom of the class.
    Είμαι πάτος στην τάξη.
  4. ο πάτος, ο πισινός
    ⮡  a person’s bottom - ο πάτος ενός ανθρώπου
    ⮡  He fell on his bottom.
    Έπεσε με τον πισινό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buttock
  5. ο παθητικός ομοφυλόφιλος
  6. το μέρος ενός πλοίου που είναι βυθισμένο στο νερό

Παράγωγα

[επεξεργασία]