bottom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bottom (en)
- το κατώτερο μέρος ενός αντικειμένου
- At the bottom of the page.
- o πάτος, o πυθμένας
- ο πισινός
- ο παθητικός ομοφυλόφιλος
- το μέρος ενός πλοίου που είναι βυθισμένο στο νερό