πάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάτος | οι | πάτοι |
γενική | του | πάτου | των | πάτων |
αιτιατική | τον | πάτο | τους | πάτους |
κλητική | πάτε | πάτοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάτος < αρχαία ελληνική πάτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάτος
- ο πυθμένας
- ο βυθός
- (μεταφορικά) η πλήρης αποτυχία
- ο πισινός, ο κώλος
- ένα πρόσθετο κομμάτι από μαλακό υλικό που προστίθεται ανάμεσα στο πέλμα και το παπούτσι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάτος
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάτος αρσενικό
- ο δρόμος που έχει πατηθεί, η πεπατημένη οδός
- (μεταφορικά) αυτό που γίνεται συνήθως, η πεπατημένη
- αυτό που κάποιος αποπατεί, το αποπάτημα, η κοπριά
Πηγές[επεξεργασία]
- πάτος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «πάτος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Ἡσύχιος, Γλῶσσαι, Π πάτος: ἡ πεπατημένη καὶ λεωφόρος ὁδός - καὶ κόπρος