πεπατημένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πεπατημένη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πεπατημένη θηλυκό

  • γνωστός, συνηθισμένος τρόπος ενέργειας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]