insert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

insert < λατινική insertus < insero

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
insert inserts

insert (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας insert
γ΄ ενικό ενεστώτα inserts
αόριστος inserted
παθητική μετοχή inserted
ενεργητική μετοχή inserting

insert (en)

  1. εισάγω, βάζω, καταχωρίζω
    I insert an item into an accounting book.
    Βάζω ένα κονδύλι σε λογιστικό βιβλίο.
    I insert an advertisement into a newspaper.
    Καταχωρίζω αγγελία σε εφημερίδα.
     συνώνυμα: put, → και δείτε τη λέξη record
  2. παρεμβάλλω

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 435-436. ISBN 9780194325684. , λήμμα: καταχωρίζω