πατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πατῶ συνηρημένος τυπος του πατέω → και δείτε τη λέξη πατάω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τώ
- τονικό παρώνυμο: πάτο
Ρήμα[επεξεργασία]
πατώ
- παλιότερος τύπος του πατάω → δείτε και την κλίση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατώ
|
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)