άσπρο πάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άσπρο πάτο : → δείτε τις λέξεις άσπρο και πάτο

Έκφραση[επεξεργασία]

άσπρο πάτο

  • παράγγελμα ομοτράπεζων που λέγεται μετά το τσούγκρισμα των ποτηριών για πλήρη κατάλυση του περιεχομένου τους, προκειμένου να φανεί ο πάτος των ποτηριών καθαρός - άσπρος.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]