άσπρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άσπρο | τα | άσπρα |
γενική | του | άσπρου | των | άσπρων |
αιτιατική | το | άσπρο | τα | άσπρα |
κλητική | άσπρο | άσπρα | ||
όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άσπρο < μεσαιωνική ελληνική άσπρο(ν) (άσπρο νόμισμα, νόμισμα μικρής αξίας) < λατινική asprum < asperum, ουδέτερο του asper (τραχύς· nummus asper: το νόμισμα που είχε πρόσφατα κοπεί και είχε ακόμη τραχιά επιφάνεια) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂esp- (κόβω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.spɾɔ/
- συλλαβισμός : ά‐σπρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άσπρο ουδέτερο
- το λευκό χρώμα, που είναι σύνθεση όλων των χρωμάτων
- ↪ το άσπρο του χιονιού
- ↪ σου πάνε τα άσπρα
- το άσπρο μέρος ενός πράγματος
- ↪ το άσπρο του κοτόπουλου
- ↪ το άσπρο του ματιού
- (ιστορία, νομίσματα) ασημένιο νόμισμα της Βυζαντινής περιόδου
- (ιστορία, νομίσματα) νόμισμα μικρής αξίας της εποχής της Τουρκοκρατίας (τουρκικά akçe) καθώς και της Βυζαντινής περιόδου
- ※ Καὶ τί πλερωμὴ θέλετε νὰ μὲ δώσετε; Ἄσπρα; Γρόσια; Φλωριά; Καὶ τί νάν τὰ κάμω; (Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχή Πρώτη)
- (παρωχημένο, μόνο στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη άσπρα: χρήματα, περιουσία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άσπρος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
άσπρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευκό χρώμα
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)