biały
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
biały (pl) , συγκριτικός : bielszy, υπερθετικός : najbielszy
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου biały στα πολωνικά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- biała głowa: γεροντοκόρη (παρωχημένο)
- biała rasa: η λευκή φυλή
- biała rdza (γεωπονία)
- białe mięso
- białe pieczywo
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
biały (pl) αρσενικό