rasa
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]rasa
- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του rasus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του rasus