τραχύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραχύς < αρχαία ελληνική τραχύς
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
τραχύς, -ιά, -ύ
- με ανώμαλη επιφάνεια, όχι λείος
- (για έδαφος) κακοτράχαλος, πετρώδης
- (μεταφορικά) άνθρωπος απότομος στους τρόπους