Μετάβαση στο περιεχόμενο

τραχύς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τραχύς η τραχιά
& τραχεία
το τραχύ
      γενική του τραχιού, τραχύ
& τραχέος
της τραχιάς
& τραχείας
του τραχιού, τραχύ
& τραχέος
    αιτιατική τον τραχύ την τραχιά
& τραχεία
το τραχύ
     κλητική τραχύ τραχιά
& τραχεία
τραχύ
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τραχιοί
& τραχείς
οι τραχιές
& τραχείες
τα τραχιά
& τραχέα
      γενική των τραχιών
& τραχέων
των τραχιών
& τραχειών
των τραχιών
& τραχέων
    αιτιατική τους τραχιούς
& τραχείς
τις τραχιές
& τραχείες
τα τραχιά
& τραχέα
     κλητική τραχιοί
& τραχείς
τραχιές
& τραχείες
τραχιά
& τραχέα
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση
Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους.
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τραχύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τραχύς [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾaˈçis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τραχύς

Επίθετο

[επεξεργασία]

τραχύς, -ιά, -ύ

  1. με ανώμαλη επιφάνεια, όχι λείος
  2. (για έδαφος) κακοτράχαλος, πετρώδης
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος απότομος στους τρόπους

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
τραχυ-, τραχω- 

Δε σχετίζεται ο τράχηλος.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα