Μετάβαση στο περιεχόμενο

rude

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός rude
συγκριτικός ruder
υπερθετικός rudest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rude < μέση αγγλική rude < παλαιά γαλλική rude < λατινική rudis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɹuːd/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

rude (en)

  • αγενής
      Will I seem rude if I don’t answer him?
    Θα φανώ αγενής αν δεν του απαντήσω;

Εκφράσεις

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
rude rudes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rude < παλαιά γαλλική rude < λατινική rudis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁyd/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

rude (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απότομος, αγενής, κακότροπος
  2. σκληρός, σκαιός
  3. τραχύς

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rude < λατινική rudis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈru.de/

Επίθετο

[επεξεργασία]

rude (it)

  1. σκληρός
  2. αγενής



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈru.ðə/ & /ˈru.ðe/

Επίθετο

[επεξεργασία]

rude (ca)



ενικός πληθυντικός
rude rudes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʁu.d͡ʒi/ (Βραζιλία)
ΔΦΑ : /ˈʁu.dɨ/ (Πορτογαλία)

Επίθετο

[επεξεργασία]

rude (pt)