αγενής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγενής < αρχαία ελληνική ἀγενής (χωρίς ευγενική καταγωγή)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αγενής, -ής, -ές
- που δεν φέρεται με ευγένεια, με καλούς τρόπους, αλλά είναι επιθετικός, απότομος ή προσβλητικός ή ακόμα και χυδαίος