απότομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απότομος < αρχαία ελληνική ἀπότομος < ἀπό + τέμνω (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική brusque)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.to.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
απότομος, -η, -ο
- που έχει υπερβολικά μεγάλη κλίση ή/και παρουσιάζει επικινδυνότητα στην προσέγγιση ή διέλευσή του
- απόκρημνος
- ξαφνικός, απρόσμενος
- ορμητικός, βίαιος
- (μεταφορικά) αγροίκος, αγενής