απόκρημνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απόκρημνος < αρχαία ελληνική ἀπόκρημνος < ἀπό + κρημνός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈpo.kɾi.mnos/
Επίθετο
[επεξεργασία]απόκρημνος, -η, -ο