αγενώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγενώς < αγενής + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

αγενώς

  1. με τρόπο αγενή, χωρίς καλούς τρόπους
    μου μίλησε αγενώς και δεν της είχα κάνει τίποτα
  2. (βιολογία) με αγενή πολλαπλασιασμό, χωρίς να σχηματιστεί γαμέτης
    αυτά τα φυτά πολλαπλασιάζονται και από σπόρους και αγενώς με καταβολάδες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]