αγενώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αγενώς
- με τρόπο αγενή, χωρίς καλούς τρόπους
- μου μίλησε αγενώς και δεν της είχα κάνει τίποτα
- (βιολογία) με αγενή πολλαπλασιασμό, χωρίς να σχηματιστεί γαμέτης
- αυτά τα φυτά πολλαπλασιάζονται και από σπόρους και αγενώς με καταβολάδες