αγένεια
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αγένεια | αγένειες |
γενική | αγένειας | αγενειών |
αιτιατική | αγένεια | αγένειες |
κλητική | αγένεια | αγένειες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγένεια < αρχαία ελληνική ἀγένεια < ἀγενής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ˈʝɛ.ni.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγένεια θηλυκό
- η ιδιότητα του αγενούς, η έλλειψη ευγένειας και καλών τρόπων
- αγενής λόγος ή πράξη
- ήταν μεγάλη αγένεια να φύγετε χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγένεια