Μετάβαση στο περιεχόμενο

impolitesse

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
impolitesse impolitesses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
impolitesse < in- + politesse

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.pɔ.li.tɛs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

impolitesse (fr) θηλυκό