Μετάβαση στο περιεχόμενο

εκτραχύνω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: εκτραχηλίζομαι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκτραχύνω < ελληνιστική κοινή ἐκτραχύνω

εκτραχύνω (παθητική φωνή: εκτραχύνομαι)

  1. (λόγιο) χειροτερεύω τα πράγματα ή μια κατάσταση
     συνώνυμα: οξύνω, επιδεινώνω
  2. (σπάνιο) κάνω κάτι τραχύ[1]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  1. εκτραχύνω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)