τραχύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραχύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραχύνω[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾaˈçi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρα‐χύ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
τραχύνω (παθητική φωνή τραχύνομαι)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραχύνω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ τραχύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)