ρεάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεάλι τα ρεάλια
      γενική του ρεαλιού των ρεαλιών
    αιτιατική το ρεάλι τα ρεάλια
     κλητική ρεάλι ρεάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεάλι < ισπανική real (βασιλικός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]