Boden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Boden | die Böden |
γενική | des Bodens | der Böden |
δοτική | dem Boden | den Böden |
αιτιατική | den Boden | die Böden |
Boden (de) αρσενικό