πισινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πισινός < πίσω
Επίθετο[επεξεργασία]
πισινός
- που βρίσκεται ακριβώς από πίσω, ο από πίσω
- τα άλογα τινάζουν με δύναμη τα πισινά τους πόδια όταν είναι εκνευρισμένα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πισινός αρσενικό
- τα οπίσθια, το τμήμα του σώματος ανθρώπων και ζώων που βρίσκεται στο πίσω μέρος της λεκάνης