ποπός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ποπός | οι | ποποί |
γενική | του | ποπού | των | ποπών |
αιτιατική | τον | ποπό | τους | ποπούς |
κλητική | ποπέ | ποποί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποπός < (στην παιδική γλώσσα) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poˈpos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐πός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποπός αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποπός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ποπός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας