cul
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cul | culs |
Επίθετο
[επεξεργασία]cul (fr) άκλιτο
- είδος βρισιάς
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- faux cul: υποκριτής
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- cul - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- cul - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online