culée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
culée | culées |
culée (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : culer |
ενικός | πληθυντικός |
culée | culées |
culée (fr) θηλυκό