culée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: culer

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
culée < λατινική cul

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
culée culées

culée (fr) θηλυκό