οπίσθια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα οπίσθια
      γενική των οπισθίων
    αιτιατική τα οπίσθια
     κλητική οπίσθια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οπίσθια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οπίσθιος στον πληθυντικό

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oˈpi.sθi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐πί‐σθι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οπίσθια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

οπίσθια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του οπίσθιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (οπίσθιο) του οπίσθιος