fund
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fund (en)
- κεφάλαιο
- οργανισμός διαχείρισης επενδύσεων
- αποταμίευση
- αποθεματικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fund (en)
- χρηματοδοτώ, παρέχω σε οργάνωση ή άτομο χρήματα για ορισμένο έργο ή σκοπό
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fund (ro) ουδέτερο