fund
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fund | funds |
fund (en)
- κεφάλαιο
- οργανισμός διαχείρισης επενδύσεων
- αποταμίευση
- αποθεματικό
- ο έρανος
- ↪ We raised funds at school to buy a gift for…
- Κάναμε έρανο στο σχολείο να αγοράσουμε δώρο για…
- ↪ We raised funds at school to buy a gift for…
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | fund |
γ΄ ενικό ενεστώτα | funds |
αόριστος | funded |
παθητική μετοχή | funded |
ενεργητική μετοχή | funding |
fund (en)
- χρηματοδοτώ, παρέχω σε οργάνωση ή άτομο χρήματα για ορισμένο έργο ή σκοπό
Πηγές[επεξεργασία]
- fund (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fund (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 333. ISBN 9780194325684., λήμμα: έρανος
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fund (ro) ουδέτερο