fund

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fund funds

fund (en)

  1. κεφάλαιο
  2. οργανισμός διαχείρισης επενδύσεων
  3. αποταμίευση
  4. αποθεματικό
  5. ο έρανος
    We raised funds at school to buy a gift for…
    Κάναμε έρανο στο σχολείο να αγοράσουμε δώρο για…

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας fund
γ΄ ενικό ενεστώτα funds
αόριστος funded
παθητική μετοχή funded
ενεργητική μετοχή funding

fund (en)

  • χρηματοδοτώ, παρέχω σε οργάνωση ή άτομο χρήματα για ορισμένο έργο ή σκοπό

Πηγές[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

fund (ro) ουδέτερο